ῥάβδος

ῥάβδος
-ου + N 2 56-8-32-18-0=121 Gn 30,37(bis).38(bis).39
rod, staff Gn 30,37; ruler’s rod, sceptre Ps 44(45),7; rod (for punishment) Prv 23,13; id. (for punishment and instruction) Prv 22,15; shepherd’s staff or crook Ps 22 (23),4; goad, stick Sir 33,25; stick for divination Ez 21,26; pen (for writing) JgsB 5,14; young shoot, rod Is 11,1
ῥάβδος χειρῶν handstaff Ez 39,9
*Gn 47,31 τῆς ῥάβδου rod-הטֶּמַּהַ for MT הטָּמַּהִ bed; *Na 1,13 τὴν ῥάβδον αὐτοῦ his rod-וּהטַּמֵ? מטה for MT וּהטּמֵֹ מוט his bar or yoke; *Ps 73(74),2 ῥάβδος rod-ֶבטשֵׁ (first meaning) for MT ֶבטשֵׁ (second meaning) tribe (of your inheritance)
Cf. LE BOULLUEC 1989, 218; WEVERS 1993, 533; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥάβδος — rod fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η 1. ραβδί, μπαστούνι· «ποιμαντορική ράβδος», η πατερίτσα του επισκόπου· «στραταρχική ράβδος», μικρό ραβδί με στολίδια, διακριτικό του αξιώματος του στρατάρχη· «αστυνομική ράβδος», το κλομπ των αστυνομικών. 2. κάθε αντικείμενο που μοιάζει με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥάβδω — ῥάβδος rod fem nom/voc/acc dual ῥάβδος rod fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδοι — ῥάβδος rod fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδοις — ῥάβδος rod fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδοισι — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδοισιν — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδον — ῥάβδος rod fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδου — ῥάβδος rod fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδους — ῥάβδος rod fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”